- γκερδέλι
- το бадья, бадейка; большая деревянная бадьи для молоки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκερδέλι — και γερδέλι και γιορδέλι, το 1. μικρός κάδος για την άντληση νερού 2. ξύλινο δοχείο για το άρμεγμα τών κοπαδιάρικων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αραβ.) gerdel] … Dictionary of Greek